προσαποκτείνω

προσαποκτείνω
Α
φονεύω και κάποιον άλλο ακόμη («οὐχ ὅτι ἀπέκτεινά σου τὸν ὑὸν μεταμέλει μοι, ἀλλ' ὅτι οὐ καὶ σὲ προσαπέκτεινα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀποκτείνω «φονεύω, θανατώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσαπέκτεινε — προσαποκτείνω kill besides aor ind act 3rd sg προσαποκτείνω kill besides imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαπέκτεινεν — προσαποκτείνω kill besides aor ind act 3rd sg προσαποκτείνω kill besides imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαποκτενεῖν — προσαποκτείνω kill besides fut inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαπέκτεινα — προσαποκτείνω kill besides aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαπέκτειναν — προσαποκτείνω kill besides aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτείνω — (AM κτείνω, Α αιολ. τ. κτέννω) (για ανθρώπους και σπαν. για ζώα) φονεύω, σκοτώνω («ὅς τε κύνα κτείνας ἢ βουκόλον ἀμφὶ βόεσσι φεύγει», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. θέτω τέρμα σε κάτι («θέρος κτείνει [νοῡσον]», Αρετ.) αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον σε θάνατο και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”